ρωπικα

ρωπικα
    ῥωπικά
    I
    τά мелочной товар Plut.
    II
    adv. небрежно, грубо
    

(γράψασθαι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ρωπικα" в других словарях:

  • ῥωπικά — ῥωπικός of neut nom/voc/acc pl ῥωπικά̱ , ῥωπικός of fem nom/voc/acc dual ῥωπικά̱ , ῥωπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ …   Dictionary of Greek

  • RHOPOGRAPHI — Graece Ῥωπογράφοι, dicebantur olim, qui belluas, arbores, homines; insuper, antra, portus et alia id genus, variaque et minuta opere topiariô exprimebant, Ρ῾ῶπος enim varia et minuta merces est, ut infra videbimus. Inde Ρ῾ωπογραφία ripulae, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»